Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
View word page
ἐξευρετέος
to be discovered

ShortDef

to be discovered

Debugging

Headword:
ἐξευρετέος
Headword (normalized):
ἐξευρετέος
Headword (normalized/stripped):
εξευρετεος
IDX:
31500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31501
Key:

Data

{'content': 'to be discovered'}