Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
View word page
ἐξεύρεσις
a searching out, search

ShortDef

a searching out, search

Debugging

Headword:
ἐξεύρεσις
Headword (normalized):
ἐξεύρεσις
Headword (normalized/stripped):
εξευρεσις
IDX:
31499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31500
Key:

Data

{'content': 'a searching out, search'}