Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
View word page
ἐξευπορέω
supply abundantly

ShortDef

supply abundantly

Debugging

Headword:
ἐξευπορέω
Headword (normalized):
ἐξευπορέω
Headword (normalized/stripped):
εξευπορεω
IDX:
31498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31499
Key:

Data

{'content': 'supply abundantly'}