Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
View word page
ἐξευμενιστέον
one must propitiate

ShortDef

one must propitiate

Debugging

Headword:
ἐξευμενιστέον
Headword (normalized):
ἐξευμενιστέον
Headword (normalized/stripped):
εξευμενιστεον
IDX:
31496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31497
Key:

Data

{'content': 'one must propitiate'}