Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
View word page
ἐξευμένισις
propitiation

ShortDef

propitiation

Debugging

Headword:
ἐξευμένισις
Headword (normalized):
ἐξευμένισις
Headword (normalized/stripped):
εξευμενισις
IDX:
31494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31495
Key:

Data

{'content': 'propitiation'}