Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
View word page
ἐξευμενίζω
to propitiate
ShortDef
to propitiate
Debugging
Headword:
ἐξευμενίζω
Headword (normalized):
ἐξευμενίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευμενιζω
IDX:
31493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31494
Key:
Data
{'content': 'to propitiate'}