Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξετής
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
View word page
ἐξευμαρίζω
to make light

ShortDef

to make light

Debugging

Headword:
ἐξευμαρίζω
Headword (normalized):
ἐξευμαρίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευμαριζω
IDX:
31492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31493
Key:

Data

{'content': 'to make light'}