Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξεταστικός
ἑξετής
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
View word page
ἐξευλυτέω
discharge
ShortDef
discharge
Debugging
Headword:
ἐξευλυτέω
Headword (normalized):
ἐξευλυτέω
Headword (normalized/stripped):
εξευλυτεω
IDX:
31491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31492
Key:
Data
{'content': 'discharge'}