Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεταστέον
ἐξεταστέος
ἐξεταστήριον
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξετής
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
View word page
ἐξευθετίζω
set in order

ShortDef

set in order

Debugging

Headword:
ἐξευθετίζω
Headword (normalized):
ἐξευθετίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευθετιζω
IDX:
31487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31488
Key:

Data

{'content': 'set in order'}