Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξετασμός
ἐξεταστέον
ἐξεταστέος
ἐξεταστήριον
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξετής
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
View word page
ἐξευδιάζω
calm utterly
ShortDef
calm utterly
Debugging
Headword:
ἐξευδιάζω
Headword (normalized):
ἐξευδιάζω
Headword (normalized/stripped):
εξευδιαζω
IDX:
31486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31487
Key:
Data
{'content': 'calm utterly'}