Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέον
ἐξεταστέος
ἐξεταστήριον
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξετής
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
View word page
ἐξευγενίζω
produce noble offspring

ShortDef

produce noble offspring

Debugging

Headword:
ἐξευγενίζω
Headword (normalized):
ἐξευγενίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευγενιζω
IDX:
31485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31486
Key:

Data

{'content': 'produce noble offspring'}