Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔξεσις
ἔξεστι
ἐξετάζω
ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέον
ἐξεταστέος
ἐξεταστήριον
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξετής
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
View word page
ἑξετής
six years old
ShortDef
six years old
Debugging
Headword:
ἑξετής
Headword (normalized):
ἑξετής
Headword (normalized/stripped):
εξετης
IDX:
31482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31483
Key:
Data
{'content': 'six years old'}