Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροθώραξ
ἀκρόκαρπος
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκέραια
ἀκροκιόνιον
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
ἀκροκονδύλιον
Ἀκροκόρινθος
ἀκροκόρυμβοι
ἀκροκυματόω
ἀκροκώλιον
ἀκρόλιθος
ἀκρόλινος
ἀκρολίπαρος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφία
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
View word page
ἀκροκυματόω
float on topmost waves

ShortDef

float on topmost waves

Debugging

Headword:
ἀκροκυματόω
Headword (normalized):
ἀκροκυματόω
Headword (normalized/stripped):
ακροκυματοω
IDX:
3145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3146
Key:

Data

{'content': 'float on topmost waves'}