Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
ἐξερέω2
ἐξερημόω
ἐξερίζω
ἐξεριθεύομαι
ἐξερινάζω
ἐξεριστής
ἐξεριστικός
ἐξερμηνεύω
ἐξέρομαι
ἐξέρπω
View word page
ἐξέρευξις
belching

ShortDef

belching

Debugging

Headword:
ἐξέρευξις
Headword (normalized):
ἐξέρευξις
Headword (normalized/stripped):
εξερευξις
IDX:
31447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31448
Key:

Data

{'content': 'belching'}