Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
ἐξερέω2
ἐξερημόω
ἐξερίζω
ἐξεριθεύομαι
ἐξερινάζω
ἐξεριστής
ἐξεριστικός
ἐξερμηνεύω
View word page
ἐξερεύνησις
inquiry, investigation

ShortDef

inquiry, investigation

Debugging

Headword:
ἐξερεύνησις
Headword (normalized):
ἐξερεύνησις
Headword (normalized/stripped):
εξερευνησις
IDX:
31445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31446
Key:

Data

{'content': 'inquiry, investigation'}