Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
ἐξερέω2
ἐξερημόω
ἐξερίζω
ἐξεριθεύομαι
ἐξερινάζω
View word page
ἐξερειστικός
resistent, tense

ShortDef

resistent, tense

Debugging

Headword:
ἐξερειστικός
Headword (normalized):
ἐξερειστικός
Headword (normalized/stripped):
εξερειστικος
IDX:
31442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31443
Key:

Data

{'content': 'resistent, tense'}