Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
ἐξερέω2
ἐξερημόω
ἐξερίζω
ἐξεριθεύομαι
View word page
ἐξέρεισμα
prop, support

ShortDef

prop, support

Debugging

Headword:
ἐξέρεισμα
Headword (normalized):
ἐξέρεισμα
Headword (normalized/stripped):
εξερεισμα
IDX:
31441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31442
Key:

Data

{'content': 'prop, support'}