Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
ἐξερέω2
ἐξερημόω
View word page
ἐξερείπω
to strike off
ShortDef
to strike off
Debugging
Headword:
ἐξερείπω
Headword (normalized):
ἐξερείπω
Headword (normalized/stripped):
εξερειπω
IDX:
31439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31440
Key:
Data
{'content': 'to strike off'}