Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
View word page
ἐξερέθω
to irritate greatly

ShortDef

to irritate greatly

Debugging

Headword:
ἐξερέθω
Headword (normalized):
ἐξερέθω
Headword (normalized/stripped):
εξερεθω
IDX:
31437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31438
Key:

Data

{'content': 'to irritate greatly'}