Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
View word page
ἐξερεθιστής
one who provokes

ShortDef

one who provokes

Debugging

Headword:
ἐξερεθιστής
Headword (normalized):
ἐξερεθιστής
Headword (normalized/stripped):
εξερεθιστης
IDX:
31436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31437
Key:

Data

{'content': 'one who provokes'}