Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
View word page
ἐξερεθίζω
stimulate
ShortDef
stimulate
Debugging
Headword:
ἐξερεθίζω
Headword (normalized):
ἐξερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
εξερεθιζω
IDX:
31435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31436
Key:
Data
{'content': 'stimulate'}