Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξερεύγομαι
View word page
ἐξέργω
to shut out from

ShortDef

to shut out from

Debugging

Headword:
ἐξέργω
Headword (normalized):
ἐξέργω
Headword (normalized/stripped):
εξεργω
IDX:
31433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31434
Key:

Data

{'content': 'to shut out from'}