Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
View word page
ἐξεργάτης
workman

ShortDef

workman

Debugging

Headword:
ἐξεργάτης
Headword (normalized):
ἐξεργάτης
Headword (normalized/stripped):
εξεργατης
IDX:
31432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31433
Key:

Data

{'content': 'workman'}