Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
View word page
ἐξεργαστικός
able to accomplish

ShortDef

able to accomplish

Debugging

Headword:
ἐξεργαστικός
Headword (normalized):
ἐξεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
εξεργαστικος
IDX:
31431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31432
Key:

Data

{'content': 'able to accomplish'}