Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
View word page
ἐξεράω
to disgorge
ShortDef
to disgorge
Debugging
Headword:
ἐξεράω
Headword (normalized):
ἐξεράω
Headword (normalized/stripped):
εξεραω
IDX:
31427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31428
Key:
Data
{'content': 'to disgorge'}