Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεντερίζομαι
ἐξεπᾴδω
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
View word page
ἐξέραμα
a vomit, thing vomited

ShortDef

a vomit, thing vomited

Debugging

Headword:
ἐξέραμα
Headword (normalized):
ἐξέραμα
Headword (normalized/stripped):
εξεραμα
IDX:
31425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31426
Key:

Data

{'content': 'a vomit, thing vomited'}