Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξεναρίζω
ἐξενέπω
ἐξενιαυτίζω
ἐξενίαυτος
ἐξεντερίζομαι
ἐξεπᾴδω
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
View word page
ἐξεπίσταμαι
to know thoroughly, know well
ShortDef
to know thoroughly, know well
Debugging
Headword:
ἐξεπίσταμαι
Headword (normalized):
ἐξεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
εξεπισταμαι
IDX:
31421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31422
Key:
Data
{'content': 'to know thoroughly, know well'}