Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξέναντι
ἐξεναρίζω
ἐξενέπω
ἐξενιαυτίζω
ἐξενίαυτος
ἐξεντερίζομαι
ἐξεπᾴδω
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργαστέον
View word page
ἐξεπεύχομαι
to boast loudly that

ShortDef

to boast loudly that

Debugging

Headword:
ἐξεπεύχομαι
Headword (normalized):
ἐξεπεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
εξεπευχομαι
IDX:
31420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31421
Key:

Data

{'content': 'to boast loudly that'}