Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκρόθις
Ἀκρόθῳον
ἀκροθώραξ
ἀκρόκαρπος
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκέραια
ἀκροκιόνιον
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
ἀκροκονδύλιον
Ἀκροκόρινθος
ἀκροκόρυμβοι
ἀκροκυματόω
ἀκροκώλιον
ἀκρόλιθος
ἀκρόλινος
ἀκρολίπαρος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφία
View word page
ἀκρόκομος
with hair on the crown

ShortDef

with hair on the crown

Debugging

Headword:
ἀκρόκομος
Headword (normalized):
ἀκρόκομος
Headword (normalized/stripped):
ακροκομος
IDX:
3141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3142
Key:

Data

{'content': 'with hair on the crown'}