Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεμπολάω
ἐξεναίρω
ἐξέναντι
ἐξεναρίζω
ἐξενέπω
ἐξενιαυτίζω
ἐξενίαυτος
ἐξεντερίζομαι
ἐξεπᾴδω
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
View word page
ἐξεπείγω
to be urgent, pressing

ShortDef

to be urgent, pressing

Debugging

Headword:
ἐξεπείγω
Headword (normalized):
ἐξεπείγω
Headword (normalized/stripped):
εξεπειγω
IDX:
31418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31419
Key:

Data

{'content': 'to be urgent, pressing'}