Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξελληνίζω
ἐξεμέω
ἐξεμπεδόω
ἐξεμπολάω
ἐξεναίρω
ἐξέναντι
ἐξεναρίζω
ἐξενέπω
ἐξενιαυτίζω
ἐξενίαυτος
ἐξεντερίζομαι
ἐξεπᾴδω
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέραμα
View word page
ἐξεντερίζομαι
have the entrails taken out

ShortDef

have the entrails taken out

Debugging

Headword:
ἐξεντερίζομαι
Headword (normalized):
ἐξεντερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εξεντεριζομαι
IDX:
31415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31416
Key:

Data

{'content': 'have the entrails taken out'}