Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαστός
Ἀγάστροφος
ἀγάστωρ
ἀγασυλλίς
ἀγάσυρτος
Ἀγαύη
Ἀγαυή
Ἀγαυός
ἀγαυός
ἀγαυρίαμα
ἀγαυριάομαι
ἀγαυρός
ἀγάφθεγκτος
ἄγγαρα
ἀγγαρεία
ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
View word page
ἀγαυριάομαι
to be insolent

ShortDef

to be insolent

Debugging

Headword:
ἀγαυριάομαι
Headword (normalized):
ἀγαυριάομαι
Headword (normalized/stripped):
αγαυριαομαι
IDX:
313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-314
Key:

Data

{'content': 'to be insolent'}