Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξεῖπον
ἐξειργασμένως
ἔξειρξις
ἐξείρω
ἐξειρωνεύομαι
ἔξεισθα
ἐξεκκλησιάζω
ἐξελαιόω
ἐξελασία
ἐξέλασις
ἐξελατέος
ἐξελαύνω
ἐξελεγκτέος
ἐξελέγχω
ἐξελευθερικός
ἐξελεύθερος
ἐξελευθεροστομέω
ἐξελευθερόω
ἐξελιγμός
ἐξελίκτρα
ἐξέλικτρον
View word page
ἐξελατέος
to be driven out

ShortDef

to be driven out

Debugging

Headword:
ἐξελατέος
Headword (normalized):
ἐξελατέος
Headword (normalized/stripped):
εξελατεος
IDX:
31385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31386
Key:

Data

{'content': 'to be driven out'}