Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξεζητημένως
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖδον
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
ἐξεικονίζω
ἐξειλεγμένως
ἐξειλέω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλύω
ἔξειμι
ἔξειμι2
ἐξεῖπον
ἐξειργασμένως
ἔξειρξις
ἐξείρω
ἐξειρωνεύομαι
ἔξεισθα
ἐξεκκλησιάζω
View word page
ἐξείλλω
to disentangle
ShortDef
to disentangle
Debugging
Headword:
ἐξείλλω
Headword (normalized):
ἐξείλλω
Headword (normalized/stripped):
εξειλλω
IDX:
31371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31372
Key:
Data
{'content': 'to disentangle'}