Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξέδριον
ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖδον
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
ἐξεικονίζω
ἐξειλεγμένως
ἐξειλέω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλύω
ἔξειμι
ἔξειμι2
ἐξεῖπον
ἐξειργασμένως
ἔξειρξις
ἐξείρω
View word page
ἐξειλεγμένως
elegantly

ShortDef

elegantly

Debugging

Headword:
ἐξειλεγμένως
Headword (normalized):
ἐξειλεγμένως
Headword (normalized/stripped):
εξειλεγμενως
IDX:
31368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31369
Key:

Data

{'content': 'elegantly'}