Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξεγέρτης
ἐξεγκατίζω
ἐξεγκεφαλίζω
ἐξεδαφισθέν
ἐξέδοντα
ἐξέδρα
ἐξέδριον
ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖδον
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
ἐξεικονίζω
ἐξειλεγμένως
ἐξειλέω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλύω
View word page
ἐξεθίζομαι
to be habituated, accustomed
ShortDef
to be habituated, accustomed
Debugging
Headword:
ἐξεθίζομαι
Headword (normalized):
ἐξεθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εξεθιζομαι
IDX:
31362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31363
Key:
Data
{'content': 'to be habituated, accustomed'}