Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρόζυμος
ἀκροζώνη
ἀκροθάλυπτος
ἀκρόθεν
ἀκρόθι
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκρόθις
Ἀκρόθῳον
ἀκροθώραξ
ἀκρόκαρπος
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκέραια
ἀκροκιόνιον
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
ἀκροκονδύλιον
Ἀκροκόρινθος
ἀκροκόρυμβοι
ἀκροκυματόω
View word page
ἀκροθώραξ
slightly drunk
ShortDef
slightly drunk
Debugging
Headword:
ἀκροθώραξ
Headword (normalized):
ἀκροθώραξ
Headword (normalized/stripped):
ακροθωραξ
IDX:
3135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3136
Key:
Data
{'content': 'slightly drunk'}