Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑξδάκτυλος
ἐξεγγυάω
ἐξεγγύη
ἐξεγγύησις
ἐξεγείρω
ἐξέγερσις
ἐξεγέρτης
ἐξεγκατίζω
ἐξεγκεφαλίζω
ἐξεδαφισθέν
ἐξέδοντα
ἐξέδρα
ἐξέδριον
ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖδον
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
View word page
ἐξέδοντα
erosion
ShortDef
erosion
Debugging
Headword:
ἐξέδοντα
Headword (normalized):
ἐξέδοντα
Headword (normalized/stripped):
εξεδοντα
IDX:
31356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31357
Key:
Data
{'content': 'erosion'}