Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑξάωρος
ἑξδάκτυλος
ἐξεγγυάω
ἐξεγγύη
ἐξεγγύησις
ἐξεγείρω
ἐξέγερσις
ἐξεγέρτης
ἐξεγκατίζω
ἐξεγκεφαλίζω
ἐξεδαφισθέν
ἐξέδοντα
ἐξέδρα
ἐξέδριον
ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖδον
ἐξεικάζω
View word page
ἐξεδαφισθέν
desolatum
ShortDef
desolatum
Debugging
Headword:
ἐξεδαφισθέν
Headword (normalized):
ἐξεδαφισθέν
Headword (normalized/stripped):
εξεδαφισθεν
IDX:
31355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31356
Key:
Data
{'content': 'desolatum'}