Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑξαχῶς
ἔξαψις
ἑξάωρος
ἑξδάκτυλος
ἐξεγγυάω
ἐξεγγύη
ἐξεγγύησις
ἐξεγείρω
ἐξέγερσις
ἐξεγέρτης
ἐξεγκατίζω
ἐξεγκεφαλίζω
ἐξεδαφισθέν
ἐξέδοντα
ἐξέδρα
ἐξέδριον
ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
View word page
ἐξεγκατίζω
disembowel
ShortDef
disembowel
Debugging
Headword:
ἐξεγκατίζω
Headword (normalized):
ἐξεγκατίζω
Headword (normalized/stripped):
εξεγκατιζω
IDX:
31353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31354
Key:
Data
{'content': 'disembowel'}