Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξαρκής
ἐξαρκούντως
ἔξαρμα
ἐξαρμόζω
ἐξαρμόνιος
ἔξαρμος
ἐξαρνέομαι
ἐξάρνησις
ἐξαρνητικός
ἔξαρνος
ἐξαροτριάω
ἐξαρπάζω
ἐξαρσις
ἐξαρτάω
ἐξάρτημα
ἐξάρτησις
ἐξαρτία
ἐξαρτίζω
ἐξάρτιος
ἐξάρτισις
ἐξαρτισμός
View word page
ἐξαροτριάω
plough up

ShortDef

plough up

Debugging

Headword:
ἐξαροτριάω
Headword (normalized):
ἐξαροτριάω
Headword (normalized/stripped):
εξαροτριαω
IDX:
31258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31259
Key:

Data

{'content': 'plough up'}