Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξάρθρημα
ἔξαρθρος
ἐξαρθρόω
ἐξαριθμέω
ἐξαρίθμησις
ἑξάριθμος
ἐξάριθμος
ἐξαρκέω
ἐξαρκής
ἐξαρκούντως
ἔξαρμα
ἐξαρμόζω
ἐξαρμόνιος
ἔξαρμος
ἐξαρνέομαι
ἐξάρνησις
ἐξαρνητικός
ἔξαρνος
ἐξαροτριάω
ἐξαρπάζω
ἐξαρσις
View word page
ἔξαρμα
rising, swelling

ShortDef

rising, swelling

Debugging

Headword:
ἔξαρμα
Headword (normalized):
ἔξαρμα
Headword (normalized/stripped):
εξαρμα
IDX:
31250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31251
Key:

Data

{'content': 'rising, swelling'}