Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξαπλασιεπίτριτος
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἑξάπλευρος
ἑξαπλόος
ἑξαπλόω
ἐξαπλόω
ἐξάπλωσις
ἐξαπλωτέον
ἐξαποβαίνω
ἑξαποδία
ἐξαποδίομαι
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
ἐξαπολογία
ἐξαπονέομαι
ἐξαπονίζω
ἐξαποξύνω
ἐξαποπέμπω
ἐξαποπνέω
View word page
ἑξαποδία
hexapody, hexameter

ShortDef

hexapody, hexameter

Debugging

Headword:
ἑξαποδία
Headword (normalized):
ἑξαποδία
Headword (normalized/stripped):
εξαποδια
IDX:
31203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31204
Key:

Data

{'content': 'hexapody, hexameter'}