Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑξαπλασιάζω
ἑξαπλασιεπίτριτος
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἑξάπλευρος
ἑξαπλόος
ἑξαπλόω
ἐξαπλόω
ἐξάπλωσις
ἐξαπλωτέον
ἐξαποβαίνω
ἑξαποδία
ἐξαποδίομαι
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
ἐξαπολογία
ἐξαπονέομαι
ἐξαπονίζω
ἐξαποξύνω
ἐξαποπέμπω
View word page
ἐξαποβαίνω
to step out of
ShortDef
to step out of
Debugging
Headword:
ἐξαποβαίνω
Headword (normalized):
ἐξαποβαίνω
Headword (normalized/stripped):
εξαποβαινω
IDX:
31202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31203
Key:
Data
{'content': 'to step out of'}