Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἑξάπεζος
ἐξαπεῖδον
ἐξαπειλέω
ἐξαπελαύνω
ἑξαπέλεκυς
ἐξαπελευθερόω
ἐξαπηλιωτικός
ἑξάπηχυς
ἐξαπίναιος
ἐξαπίνας
ἑξαπλασιάζω
ἑξαπλασιεπίτριτος
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἑξάπλευρος
ἑξαπλόος
ἑξαπλόω
View word page
ἐξαπηλιωτικός
easterly

ShortDef

easterly

Debugging

Headword:
ἐξαπηλιωτικός
Headword (normalized):
ἐξαπηλιωτικός
Headword (normalized/stripped):
εξαπηλιωτικος
IDX:
31188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31189
Key:

Data

{'content': 'easterly'}