Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
ἀκροβυστία
ἀκρόβυστος
ἀκρογείσιον
ἀκρογένειος
ἀκρογωνιαῖος
ἀκροδάκτυλον
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκρόζεστος
ἀκρόζυμος
View word page
ἀκροβυστέω
to be uncircumcised

ShortDef

to be uncircumcised

Debugging

Headword:
ἀκροβυστέω
Headword (normalized):
ἀκροβυστέω
Headword (normalized/stripped):
ακροβυστεω
IDX:
3115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3116
Key:

Data

{'content': 'to be uncircumcised'}