Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
ἀκροβυστία
ἀκρόβυστος
ἀκρογείσιον
ἀκρογένειος
ἀκρογωνιαῖος
ἀκροδάκτυλον
ἀκρόδετος
View word page
ἀκροβόλος
a slinger, skirmisher

ShortDef

a slinger, skirmisher

Debugging

Headword:
ἀκροβόλος
Headword (normalized):
ἀκροβόλος
Headword (normalized/stripped):
ακροβολος
IDX:
3112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3113
Key:

Data

{'content': 'a slinger, skirmisher'}