Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξαναπείθω
ἐξαναπληρόω
ἐξαναπνέω
ἐξαναπτύσσω
ἐξανάπτω
ἐξαναριθμέω
ἐξαναρπάζω
ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξανάστημα
ἐξαναστράπτω
ἐξαναστρέφω
ἐξανατέλλω
ἐξαναφαίνω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναφορά
ἐξαναφύομαι
ἐξαναχωρέω
ἐξαναψήχω
View word page
ἐξανάστημα
erection
ShortDef
erection
Debugging
Headword:
ἐξανάστημα
Headword (normalized):
ἐξανάστημα
Headword (normalized/stripped):
εξαναστημα
IDX:
31120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31121
Key:
Data
{'content': 'erection'}