Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
ἀκροβυστία
ἀκρόβυστος
ἀκρογείσιον
ἀκρογένειος
ἀκρογωνιαῖος
View word page
ἀκροβολιστής
mounted bowman

ShortDef

mounted bowman

Debugging

Headword:
ἀκροβολιστής
Headword (normalized):
ἀκροβολιστής
Headword (normalized/stripped):
ακροβολιστης
IDX:
3110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3111
Key:

Data

{'content': 'mounted bowman'}