Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
ἀκροβυστία
ἀκρόβυστος
ἀκρογείσιον
View word page
ἀκροβόλισμα
skirmishing
ShortDef
skirmishing
Debugging
Headword:
ἀκροβόλισμα
Headword (normalized):
ἀκροβόλισμα
Headword (normalized/stripped):
ακροβολισμα
IDX:
3108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3109
Key:
Data
{'content': 'skirmishing'}